στάνταρτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στάνταρτ < αγγλική standard

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στάνταρτ ουδέτερο άκλιτο

→ δείτε τη λέξη στάνταρ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]