Μετάβαση στο περιεχόμενο

στάρι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στάρι τα στάρια
      γενική του σταριού των σταριών
    αιτιατική το στάρι τα στάρια
     κλητική στάρι στάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στάρι < σιτάρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στάρι ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του σιτάρι
  2. (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αστάρι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

 δείτε τις λέξεις σιτάρι και αστάρι