στάρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στάρι | τα | στάρια |
| γενική | του | σταριού | των | σταριών |
| αιτιατική | το | στάρι | τα | στάρια |
| κλητική | στάρι | στάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στάρι < σιτάρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στάρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του σιτάρι
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αστάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στάρι
|
|