στάρλετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στάρλετ < αγγλική starlet

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στάρλετ θηλυκό άκλιτο

  • νεαρή ηθοποιός του κινηματογράφου που εμφανίζεται σε δεύτερους ρόλους και προσπαθεί να τραβήξει πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]