στέγασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στέγασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στέγασμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στέγασμα
|
στέγασμα ουδέτερο
|