Μετάβαση στο περιεχόμενο

στέγασμα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στέγασμα τα στεγάσματα
      γενική του στεγάσματος των στεγασμάτων
    αιτιατική το στέγασμα τα στεγάσματα
     κλητική στέγασμα στεγάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στέγασμα < αρχαία ελληνική στέγασμα[1] < στεγάζω < στέγη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στέγασμα ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του στέγαστρο
  2. άλλη μορφή του στέγαση, στέγη, σκέπη, κάλυμμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. στέγασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.