στέγασμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στέγασμα < αρχαία ελληνική στέγασμα[1] < στεγάζω < στέγη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στέγασμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του στέγαστρο
- άλλη μορφή του στέγαση, στέγη, σκέπη, κάλυμμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στέγασμα
|
|
- ↑ στέγασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.