στέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στέκι | τα | στέκια |
γενική | του | στεκιού | των | στεκιών |
αιτιατική | το | στέκι | τα | στέκια |
κλητική | στέκι | στέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στέκι ουδέτερο
- συνηθισμένο σημείο συνάντησης μιας παρέας, π.χ. ένα καφενείο ή ένα μπαρ
- ※ Πῆγα εὐτὺς στὰ γνωστά μου «στέκια» νὰ συναντήσω τοὺς φίλους μου ποὺ παίζανε. (Κώστας Βάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, 1980)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημείο συνάντησης
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στέκι ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) η μπριζόλα
- Είχε εστιατόριο κι έψηνε στέκια.
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στέκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας