στέλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στέλνω, στέλλομαι
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  στέλλω 
Παρατατικός  ἔστελλον 
Μέλλοντας  (στελώ) 
Αόριστος  ἔστειλα 
Παρακείμενος  ἔσταλκα 
Υπερσυντέλικος  ἐστάλκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στέλλω < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *stéľľō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stel- (θέτω, βάζω) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skʷel-

στέλλω

  1. πέμπω, στέλνω
  2. αναχωρώ, ετοιμάζομαι να φύγω (στην ενεργητική φωνή, αλλά ως αμετάβατο). ετοιμάζω στρατό ή στόλο, παρασκευάζω

→ λείπει η κλίση

  • Στην κλίση είναι σε παρένθεση όσοι τύποι είναι αδόκιμοι ή απαντώνται μόνον σε σύνθετες μορφές, π.χ. του αποστέλλω και υποστέλλω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

σταλ-

στολ-

-στολος