στέναγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στέναγμα < αρχαία ελληνική στέναγμα < στενάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στέναγμα ουδέτερο
- στεναγμός, αναστεναγμός, αναστέναγμα, το αποτέλεσμα του στενάζω, το βογκητό