στένσιλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στένσιλ (el) ουδέτερο άκλιτο, ενικός
στένσιλ και στένσιλς πληθυντικός
- διάτρητος οδηγός αποτύπωσης
στένσιλ (el) ουδέτερο άκλιτο, ενικός
στένσιλ και στένσιλς πληθυντικός