Μετάβαση στο περιεχόμενο

στένωσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στένωσῐς αἱ στενώσεις
      γενική τῆς στενώσεως τῶν στενώσεων
      δοτική τῇ στενώσει ταῖς στενώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στένωσῐν τὰς στενώσεις
     κλητική ! στένωσῐ στενώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στενώσει
γεν-δοτ τοῖν  στενωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στένωσις (ελληνιστική κοινή) < στενῶ (κλίση στενόω) + -σις (-ωσις) < στενός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στένωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)