στήνομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος στήνω
Ρήμα
[επεξεργασία]στήνομαι
Κλίση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στήνομαι
|
στήνομαι
|