στήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στήνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στήνω
  3. θα στήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στήνω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στήσει
→ δείτε τη λέξη  ἵστημι