στίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στίζω (χαράζω τατουάζ)
Ρήμα[επεξεργασία]
στίζω (παθητική φωνή: (σπάνιο) στίζομαι)
- (λόγιο) τοποθετώ σε γραπτό κείμενο κάποιο σημείο στίξης (τελεία, θαυμαστικό κ.λπ.)
- (λόγιο) δημιουργώ στίγματα σε μια επιφάνεια
- (ειδικότερα) χαράζω τατουάζ
Συγγενικά[επεξεργασία]
θέμα στιζ-
θέμα στιγμ-
θέμα στικτ-
θέμα στιξ-
- → δείτε τη λέξη στίξη
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στίζω | έστιζα | θα στίζω | να στίζω | στίζοντας | |
β' ενικ. | στίζεις | έστιζες | θα στίζεις | να στίζεις | στίζε | |
γ' ενικ. | στίζει | έστιζε | θα στίζει | να στίζει | ||
α' πληθ. | στίζουμε | στίζαμε | θα στίζουμε | να στίζουμε | ||
β' πληθ. | στίζετε | στίζατε | θα στίζετε | να στίζετε | στίζετε | |
γ' πληθ. | στίζουν(ε) | έστιζαν στίζαν(ε) |
θα στίζουν(ε) | να στίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έστιξα | θα στίξω | να στίξω | στίξει | ||
β' ενικ. | έστιξες | θα στίξεις | να στίξεις | στίξε | ||
γ' ενικ. | έστιξε | θα στίξει | να στίξει | |||
α' πληθ. | στίξαμε | θα στίξουμε | να στίξουμε | |||
β' πληθ. | στίξατε | θα στίξετε | να στίξετε | στίξτε | ||
γ' πληθ. | έστιξαν στίξαν(ε) |
θα στίξουν(ε) | να στίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στίξει | είχα στίξει | θα έχω στίξει | να έχω στίξει | ||
β' ενικ. | έχεις στίξει | είχες στίξει | θα έχεις στίξει | να έχεις στίξει | ||
γ' ενικ. | έχει στίξει | είχε στίξει | θα έχει στίξει | να έχει στίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε στίξει | είχαμε στίξει | θα έχουμε στίξει | να έχουμε στίξει | ||
β' πληθ. | έχετε στίξει | είχατε στίξει | θα έχετε στίξει | να έχετε στίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν στίξει | είχαν στίξει | θα έχουν στίξει | να έχουν στίξει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στίζω, ήδη τον 6ο αιώνα στον Σιμωνίδη < στίγ-jω, μεταπτωτική βαθμίδα στιγ- < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *stiďďō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg- (τρυπώ, διατρυπώ, νύσσω)[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
στίζω
- χαράζω, κεντώ
- στιγματίζω (κακόσημο)
- (ελληνιστική σημασία, γραμματική) προσθέτω σημεία στίξης
Συγγενικά[επεξεργασία]
θέμα στιζ-
θέμα στιγμ-
θέμα στιγ-
- ἀστιγής
- περιστιγής
- στιγεύς (που κάνει στίγματα)
- στίγος
- στίγων
θέμα στικτ-
- → δείτε τη λέξη στικτός
θέμα στιξ-
- → δείτε τη λέξη στίξις
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- στίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)