σταβλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταβλίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σταβλίζω

  1. τοποθετώ ζώα σε στάβλο
  2. συντηρώ, εκτρέφω ζώα σε στάβλο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]