σταβλίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταβλίτης οι σταβλίτες
      γενική του σταβλίτη των σταβλιτών
    αιτιατική τον σταβλίτη τους σταβλίτες
     κλητική σταβλίτη σταβλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταβλίτης < στάβλ(ος) + -ίτης. Δείτε και το ελληνιστικό σταβλίτης (αξιωματούχος σε ταχυδρομικό σταθμό)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /staˈvli.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐βλί‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταβλίτης αρσενικό

  • ο υπεύθυνος για την καθαριότητα και τη διατροφή των αλόγων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σταβλῑτα-
ονομαστική σταβλίτης οἱ σταβλῖται
      γενική τοῦ σταβλίτου τῶν σταβλιτῶν
      δοτική τῷ σταβλίτ τοῖς σταβλίταις
    αιτιατική τὸν σταβλίτην τοὺς σταβλίτᾱς
     κλητική ! σταβλῖτ σταβλῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταβλίτ
γεν-δοτ τοῖν  σταβλίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταβλίτης < στάβλ(ον) + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταβλίτης, -ου αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]