σταβλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταβλισμένος < σταβλίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
σταβλισμένος
- (για ζώα) που βρίσκεται και μεγαλώνει, που εκτρέφεται, σε εσωτερικό χώρο, όχι ελευθέρας βοσκής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταβλισμένος
|