σταγών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
στᾰγων-, στᾰγον- | |||||
ονομαστική | ἡ | σταγών | αἱ | σταγόνες | |
γενική | τῆς | σταγόνος | τῶν | σταγόνων | |
δοτική | τῇ | σταγόνῐ | ταῖς | σταγόσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | σταγόνᾰ | τὰς | σταγόνᾰς | |
κλητική ὦ! | σταγών | σταγόνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταγόνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σταγόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σταγών < στάζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταγών θηλυκό
- στάλα, σταγόνα
- ↪ πᾶν πέλαγος σταγὼν τοῦ κόσμου
- νερό
- ※ ... ὡς ἐξ ἀλιβάτου πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγὼν ἄπαυστος αἰεί Ευριπίδης, Ἱκέτιδες, 80)
- ... από τον απότομο βράχο κελαρυστό ρέει νερό άπαυστο πάντα
- ※ ... ὡς ἐξ ἀλιβάτου πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγὼν ἄπαυστος αἰεί Ευριπίδης, Ἱκέτιδες, 80)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σταγών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σταγών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κανών' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανών' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανών' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)