σταδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταδία οι σταδίες
      γενική της σταδίας των σταδιών
    αιτιατική τη σταδία τις σταδίες
     κλητική σταδία σταδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταδία < (λόγιο δάνειο) γαλλική stadia[1] < αρχαία ελληνική στάδιος < στάδην
ένα είδος σταδίας (1)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταδία θηλυκό

  • ίσιο όργανο, με ενδείξεις, που χρησιμοποιείται για να μπορούν να υπολογίζονται αποστάσεις μέσω ενός σταδιόμετρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]