σταδιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταδιασμός οι σταδιασμοί
      γενική του σταδιασμού των σταδιασμών
    αιτιατική τον σταδιασμό τους σταδιασμούς
     κλητική σταδιασμέ σταδιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταδιασμός < ναυτικό στάδιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταδιασμός αρσενικό

  • (ναυτικός όρος) οποιαδήποτε μέτρηση που ως μονάδα μέτρησης λαμβάνεται κυρίως το ναυτικό στάδιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]