σταθεροποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταθεροποιημένος < σταθεροποιούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
σταθεροποιημένος, -η, -ο
- που έχει σταθεροποιηθεί, που δεν παρουσιάζει μεταβολές
- σταθεροποιημένο τροφοδοτικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταθεροποιημένος
|