σταθεροποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταθεροποιώ < σταθερός+ποιώ που σημαίνει φτιάχνω, δηλαδή κάνω κάτι σταθερό

Ρήμα[επεξεργασία]

σταθεροποιώ


Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]