σταθμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταθμίζω < αρχαία ελληνική σταθμίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σταθμίζω
- χειρίζομαι κάποιο όργανο για να βρω τη στάθμη
- (μεταφορικά) πριν πάρω κάποια απόφαση, αξιολογώ τα πιθανά αποτελέσματα μελετώντας όλες τις περιπτώσεις
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταθμίζω | στάθμιζα | θα σταθμίζω | να σταθμίζω | σταθμίζοντας | |
β' ενικ. | σταθμίζεις | στάθμιζες | θα σταθμίζεις | να σταθμίζεις | στάθμιζε | |
γ' ενικ. | σταθμίζει | στάθμιζε | θα σταθμίζει | να σταθμίζει | ||
α' πληθ. | σταθμίζουμε | σταθμίζαμε | θα σταθμίζουμε | να σταθμίζουμε | ||
β' πληθ. | σταθμίζετε | σταθμίζατε | θα σταθμίζετε | να σταθμίζετε | σταθμίζετε | |
γ' πληθ. | σταθμίζουν(ε) | στάθμιζαν σταθμίζαν(ε) |
θα σταθμίζουν(ε) | να σταθμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στάθμισα | θα σταθμίσω | να σταθμίσω | σταθμίσει | ||
β' ενικ. | στάθμισες | θα σταθμίσεις | να σταθμίσεις | στάθμισε | ||
γ' ενικ. | στάθμισε | θα σταθμίσει | να σταθμίσει | |||
α' πληθ. | σταθμίσαμε | θα σταθμίσουμε | να σταθμίσουμε | |||
β' πληθ. | σταθμίσατε | θα σταθμίσετε | να σταθμίσετε | σταθμίστε | ||
γ' πληθ. | στάθμισαν σταθμίσαν(ε) |
θα σταθμίσουν(ε) | να σταθμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταθμίσει | είχα σταθμίσει | θα έχω σταθμίσει | να έχω σταθμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταθμίσει | είχες σταθμίσει | θα έχεις σταθμίσει | να έχεις σταθμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σταθμίσει | είχε σταθμίσει | θα έχει σταθμίσει | να έχει σταθμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταθμίσει | είχαμε σταθμίσει | θα έχουμε σταθμίσει | να έχουμε σταθμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταθμίσει | είχατε σταθμίσει | θα έχετε σταθμίσει | να έχετε σταθμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σταθμίσει | είχαν σταθμίσει | θα έχουν σταθμίσει | να έχουν σταθμίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σταθμίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
σταθμίζω
- ζυγίζω, προσδιορίζω το βάρος