στακάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στακάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική staccato < staccare < distaccare (χωρίζω, αποσυνδέω) < μέση γαλλική destacher (αποσυνδέω) < παλαιά γαλλικά destachier (αποσυνδέω) < des- + attachier (συνάπτω, συνδέω) < estachier < estache < φραγκικά *stakka (πάσσαλος, παλούκι) < πρωτογερμανική *stakkaz < *stakkô < *(s)teg- (πάσσαλος, παλούκι, ραβδί)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στακάτο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) μουσικός όρος που υποδεικνύει την εκτέλεση των νοτών σε συντομότερο χρόνο απ’ ό,τι αναγράφεται στο πεντάγραμμο και με παύσεις ανάμεσά τους
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)