σταλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταλίκι τα σταλίκια
      γενική του σταλικιού των σταλικιών
    αιτιατική το σταλίκι τα σταλίκια
     κλητική σταλίκι σταλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταλίκι < ελληνιστική κοινή στάλιξ < αρχαία ελληνική στέλλω < πρωτοελληνική *stéľľō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stel- (θέτω, βάζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταλίκι ουδέτερο

  1. πάσσαλος στον οποίο οι ψαράδες έδεναν κάτι (π.χ. τα δίχτυα) ή χρησίμευε ως ορόσημο
  2. μακρόστενο κοντάρι (συνήθως με διχαλωτή άκρη) που το βυθίζουν οι βαρκάρηδες σε αβαθή νερά και πιέζοντάς το στο βυθό κινούν τις βάρκες τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]