σταλαχτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
σταλαχτά
- με σταλαχτό τρόπο, σταλάζοντας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταλαχτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σταλαχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σταλαχτός