σταματημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταματημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταματώ
Μετοχή[επεξεργασία]
σταματημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σταματώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταματημένος
|