σταμπάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σταμπάτος, -η, -ο
- που έχει φτιαχτεί στάμπες, που έχει τυπωθεί με σταμπάρισμα
- ※ Παράλληλα με τα κεντητά υφάσματα και σε τούτα τα 40 χρόνια ξακολουθούσεν η παραγωγή από «σταμπάτα» υφάσματα, που τυπώνονταν με ξύλινες στάμπες (Φώτος Γιοφύλλης, Ιστορία της νεοελληνικής τέχνης, 1821-1941, τόμος 1, εκδ. Το Ελληνικό Βιβλίο, 1962, σελ. 164)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταμπάτος
|