σταμπαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταμπαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταμπάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
σταμπαρισμένος, -η, -ο
- τον έχουν υπ' όψη τους οι αρχές, τον παρακολουθούν ως κακοποιό, του έχουν πάρει αποτυπώματα για την δράση του στο παρελθόν
- είναι σημαδεμένος ότι ανήκει σε κάποιον ή ότι τον θέλει κάποιος
- → δείτε τη λέξη σταμπάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταμπαρισμένος