σταμπαρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταμπαρισμένος η σταμπαρισμένη το σταμπαρισμένο
      γενική του σταμπαρισμένου της σταμπαρισμένης του σταμπαρισμένου
    αιτιατική τον σταμπαρισμένο τη σταμπαρισμένη το σταμπαρισμένο
     κλητική σταμπαρισμένε σταμπαρισμένη σταμπαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταμπαρισμένοι οι σταμπαρισμένες τα σταμπαρισμένα
      γενική των σταμπαρισμένων των σταμπαρισμένων των σταμπαρισμένων
    αιτιατική τους σταμπαρισμένους τις σταμπαρισμένες τα σταμπαρισμένα
     κλητική σταμπαρισμένοι σταμπαρισμένες σταμπαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταμπαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταμπάρω

Μετοχή[επεξεργασία]

σταμπαρισμένος, -η, -ο

  1. τον έχουν υπ' όψη τους οι αρχές, τον παρακολουθούν ως κακοποιό, του έχουν πάρει αποτυπώματα για την δράση του στο παρελθόν
  2. είναι σημαδεμένος ότι ανήκει σε κάποιον ή ότι τον θέλει κάποιος
  3. → δείτε τη λέξη σταμπάρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]