σταρένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σταρένιος | η | σταρένια | το | σταρένιο |
γενική | του | σταρένιου | της | σταρένιας | του | σταρένιου |
αιτιατική | τον | σταρένιο | τη | σταρένια | το | σταρένιο |
κλητική | σταρένιε | σταρένια | σταρένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σταρένιοι | οι | σταρένιες | τα | σταρένια |
γενική | των | σταρένιων | των | σταρένιων | των | σταρένιων |
αιτιατική | τους | σταρένιους | τις | σταρένιες | τα | σταρένια |
κλητική | σταρένιοι | σταρένιες | σταρένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταρένιος < σιταρένιος
Επίθετο[επεξεργασία]
σταρένιος, -ια, -ιο
- που είναι φτιαγμένος από σιτάρι, σιταρένιος
- που έχει το χρώμα του σιταριού
- σταρένιο δέρμα-σταρένια επιδερμίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταρένιος
→ δείτε τη λέξη σιταρένιος |
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)