σταρήθρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταρήθρα θηλυκό
- (πτηνό) άλλη μορφή του σιταρήθρα, είδος κορυδαλλού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταρήθρα
|