στασιάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στασιάρχης αρσενικό
- αυτός που πρωτοστατεί σε στάση, σε εξέγερση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στασιάρχης
|