στασιμότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στασιμότης αἱ στασιμότητες
      γενική τῆς στασιμότητος τῶν στασιμοτήτων
      δοτική τῇ στασιμότητι ταῖς στασιμότησι(ν)
    αιτιατική τὴν στασιμότητα τὰς στασιμότητᾰς
     κλητική ! στασιμότης στασιμότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στασιμότης (μαρτυρείται από το 1845) [1] < στάσιμο(ος) + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στασιμότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 922, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου