Μετάβαση στο περιεχόμενο

στατική

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στατική οι στατικές
      γενική της στατικής των στατικών
    αιτιατική τη στατική τις στατικές
     κλητική στατική στατικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στατική < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική statique (διαφορετικό από το αρχαιοελληνικό στατική (η τέχνη του ζυγίσματος))[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στατική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

στατική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.