σταυλίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταυλίτης αρσενικό

  • (καθαρεύουσα) σταβλίτης, ιπποκόμος (διαφορετικό το ελληνιστικό σταβλίτης)
    ※  Ὑπῆρχαν στὶς αὐλὲς καὶ σταῦλοι, ἀχρηστευμένοι βέβαια, καὶ κάτι ἐρείπια μικρῶν σπιτιῶν ὅπου θὰ κατοικοῦσαν ἄλλοτε οἱ σταυλίτες, οἱ ἀμαξάδες κι οἱ κηπουροί, γιατὶ τὸ Λύκειο, στὰ νιάτα του, πρὶν ἑκατὸ ἢ ἑκατὸν - πενήντα χρόνια, μπορεῖ νὰ εἴτανε κι αὐτὸ κανένα παλάτι.
    Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής

Πηγές[επεξεργασία]