σταυλίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταυλίτης αρσενικό
- (καθαρεύουσα) σταβλίτης, ιπποκόμος (διαφορετικό το ελληνιστικό σταβλίτης)
- ※ Ὑπῆρχαν στὶς αὐλὲς καὶ σταῦλοι, ἀχρηστευμένοι βέβαια, καὶ κάτι ἐρείπια μικρῶν σπιτιῶν ὅπου θὰ κατοικοῦσαν ἄλλοτε οἱ σταυλίτες, οἱ ἀμαξάδες κι οἱ κηπουροί, γιατὶ τὸ Λύκειο, στὰ νιάτα του, πρὶν ἑκατὸ ἢ ἑκατὸν - πενήντα χρόνια, μπορεῖ νὰ εἴτανε κι αὐτὸ κανένα παλάτι.
- Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής
- ※ Ὑπῆρχαν στὶς αὐλὲς καὶ σταῦλοι, ἀχρηστευμένοι βέβαια, καὶ κάτι ἐρείπια μικρῶν σπιτιῶν ὅπου θὰ κατοικοῦσαν ἄλλοτε οἱ σταυλίτες, οἱ ἀμαξάδες κι οἱ κηπουροί, γιατὶ τὸ Λύκειο, στὰ νιάτα του, πρὶν ἑκατὸ ἢ ἑκατὸν - πενήντα χρόνια, μπορεῖ νὰ εἴτανε κι αὐτὸ κανένα παλάτι.
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .