σταυραδέλφι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σταυραδέλφι | τα | σταυραδέλφια |
γενική | του | σταυραδελφιού | των | σταυραδελφιών |
αιτιατική | το | σταυραδέλφι | τα | σταυραδέλφια |
κλητική | σταυραδέλφι | σταυραδέλφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταυραδέλφι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταυραδέλφι
|