σταυροθόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταυροθόλιο < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταυροθόλιο ουδέτερο
- είδος τετραμερούς θόλου που προκύπτει από την τομή δύο κυλινδρικών θόλων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταυροθόλιο