σταυροπατέρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταυροπατέρας οι σταυροπατέρες
σταυροπατεράδες
      γενική του σταυροπατέρα των σταυροπατέρων
σταυροπατεράδων
    αιτιατική τον σταυροπατέρα τους σταυροπατέρες
σταυροπατεράδες
     κλητική σταυροπατέρα σταυροπατέρες
σταυροπατεράδες
Κατηγορία όπως «πατέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταυροπατέρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταυροπατέρας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]


Μεταφράσεις[επεξεργασία]