σταυρουλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταυρουλάκι τα σταυρουλάκια
      γενική
    αιτιατική το σταυρουλάκι τα σταυρουλάκια
     κλητική σταυρουλάκι σταυρουλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταυρουλάκι < υποκοριστικό του σταυρός, σταυρούλ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταυρουλάκι ουδέτερο

  • υποκοριστικό υποκοριστικού της λέξης σταυρός, μικρός σταυρός
    Α! τι έπαθα! έχασα το σταυρούλη μου, το σταυρουλάκι μου...

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]