σταυρωσάντων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σταυρωσάντων

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος σταυρῶ (σταυρόω)

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

σταυρωσάντων

  1. γενική πληθυντικού του σταυρώσας
  2. γενική πληθυντικού του σταυρῶσαν (ουδέτερο του σταυρώσας)