σταυρωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σταυρωτός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sta.vɾoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταυ‐ρω‐τής

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταυρωτής οι σταυρωτές
      γενική του σταυρωτή των σταυρωτών
    αιτιατική τον σταυρωτή τους σταυρωτές
     κλητική σταυρωτή σταυρωτές
λαϊκότροπος πληθυντικός & σταυρωτήδες
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σταυρωτής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σταυρωτής[1] [2] < αρχαία ελληνική σταυρόω < σταυρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταυρωτής αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που σταυρώνει
  2. (μεταφορικά, λαϊκότροπο) αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον
  3. (παρωχημένο, υβριστικό) αστυνομικός, χωροφύλακας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

σταυρωτής: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σταυρωτής

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σταυρωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. σταυρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σταυρωτής οἱ σταυρωταί
      γενική τοῦ σταυρωτοῦ τῶν σταυρωτῶν
      δοτική τῷ σταυρωτ τοῖς σταυρωταῖς
    αιτιατική τὸν σταυρωτήν τοὺς σταυρωτᾱ́ς
     κλητική ! σταυρωτᾰ́ σταυρωταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταυρωτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σταυρωταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταυρωτής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σταυρόω / σταυρῶ + -τής < σταυρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταυρωτής, -οῦ αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]