σταυρώνω κουβέντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  σταυρώνω και κουβέντα

Έκφραση[επεξεργασία]

σταυρώνω κουβέντα

  • λέω κάτι συμμετέχοντας σε μια συζήτηση
είναι πολύ φλύαρος και δεν αφήνει κανέναν άλλον να σταυρώσει κουβέντα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]