σταφιδέμπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σταφιδέμπορος | οι | σταφιδέμποροι |
γενική | του | σταφιδέμπορου & σταφιδεμπόρου |
των | σταφιδέμπορων & σταφιδεμπόρων |
αιτιατική | τον | σταφιδέμπορο | τους | σταφιδέμπορους & σταφιδεμπόρους |
κλητική | σταφιδέμπορε | σταφιδέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταφιδέμπορος αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταφιδέμπορος
|