σταφυλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταφυλή | οι | σταφυλές |
γενική | της | σταφυλής | των | σταφυλών |
αιτιατική | τη | σταφυλή | τις | σταφυλές |
κλητική | σταφυλή | σταφυλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταφυλή < αρχαία ελληνική σταφυλίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταφυλή θηλυκό
- (βοτανική) ο καρπός της αμπέλου που φέρεται στο τσαμπί, η σταφυλορώγα
- στην αρχαιότητα ονομαζόταν και ολόκληρο το τσαμπί, ή βότρυς
- (ανατομία) η πριν τον φάρυγγα ραγοειδής προεκβολή (αρχαία ελληνική κιονῖς, ή σταφυλίτης)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Σταφύλι =σταφίδα. Στάζει +φύλα, τα φύλα που στάζουν! Από στρίψιμο τής ρωγας. Ενώ ,αμπέλι, σημαίνει, γλυκό. Αμελ~αμ μπελ =γλυκός! Αμελ=μέλη. Αμελ =το γάλα. Αμελ=άρμεγμα!
Σταφύλι =στραγγίζουμε τα φύλα ( την ρωγα) γλυκός στα+φίδα !