σταχολόγημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταχολόγημα τα σταχολογήματα
      γενική του σταχολογήματος των σταχολογημάτων
    αιτιατική το σταχολόγημα τα σταχολογήματα
     κλητική σταχολόγημα σταχολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταχολόγημα < σταχολογ(ώ) + -ημα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταχολόγημα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]