σταχτοκίτρινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sta.xtoˈci.tɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐χτο‐κί‐τρι‐νο
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
σταχτοκίτρινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σταχτοκίτρινος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταχτοκίτρινο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις στάχτη και κίτρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
σταχτοκίτρινο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σταχτοκίτρινο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του σταχτοκίτρινος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σταχτοκίτρινος