σταχτοκουλούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταχτοκουλούρα < ελληνική στάχτη + ελληνική κουλούρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταχτοκουλούρα θηλυκό Από το ζυμάρι του ψωμιού η νοικοκυρά έκοβε κομμάτια σε σχήμα οβάλ, σαν μια μικρή λαγάνα,τα τρυπούσε με το μαχαίρι και τα έψηνε στη χόβολη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταχτοκουλούρα
|