Μετάβαση στο περιεχόμενο

σταύρωμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταύρωμα τα σταυρώματα
      γενική του σταυρώματος των σταυρωμάτων
    αιτιατική το σταύρωμα τα σταυρώματα
     κλητική σταύρωμα σταυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταύρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταύρωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]