σταύρωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταύρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταύρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του σταυρώνω
- η σταύρωση
- η χρήση του σημείου του σταυρού ως μέσου αποτροπής του κακού
- η χιαστί τοποθέτηση δύο αντικειμένων
- (μεταφορικά) το σταύρωμα των χεριών: η αδράνεια, η παθητική στάση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταύρωμα
|