σταύρωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σταύρωσῐς αἱ σταυρώσεις
      γενική τῆς σταυρώσεως τῶν σταυρώσεων
      δοτική τῇ σταυρώσει ταῖς σταυρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σταύρωσῐν τὰς σταυρώσεις
     κλητική ! σταύρωσῐ σταυρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταυρώσει
γεν-δοτ τοῖν  σταυρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταύρωσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταύρωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]