στα παλιά μου τα παπούτσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]στα παλιά μου τα παπούτσια
- λέγεται σε ένδειξη πλήρους αδιαφορίας για κάτι
- σ' έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στα παλιά μου τα παπούτσια
|