στεγανοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεγανοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος στεγανοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

στεγανοποιούμαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]