Μετάβαση στο περιεχόμενο

στεγανότης

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στεγανότης αἱ στεγανότητες
      γενική τῆς στεγανότητος τῶν στεγανοτήτων
      δοτική τῇ στεγανότητ ταῖς στεγανότησ(ν)
    αιτιατική τὴν στεγανότητ τὰς στεγανότητᾰς
     κλητική ! στεγανότης στεγανότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στεγανότητε
γεν-δοτ τοῖν  στεγανοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στεγανότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στεγανό(ς) + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στεγανότης θηλυκό